- αιδημονικός
- αἰδημονικός, -ή, -ὸν (Μ) [αἰδήμων]ντροπαλός, σεμνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰδημονικόν — αἰδημονικός modest masc acc sg αἰδημονικός modest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδήμων — αἰδήμων ( ονος), ον (Α) σεμνός, ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. αἰδημοσύνη, μσν. αἰδημονικός] … Dictionary of Greek